- γιορτινοντυμένος
- η , ο одетый в праздничную одежду, нарядный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιορτινοντυμένος — η ο ο ντυμένος με γιορτινά ενδύματα … Dictionary of Greek